- φεροϊκός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Φερόες νήσους2. φρ. «φεροϊκή γλώσσα «γλωσσ. γλώσσα μεταξύ τής Δυτικής Νορβηγικής και Ισλανδικής, η οποία περιέχει και πολλές δανικές λέξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξενικού όρου, πρβλ. αγγλ. Faeroese].
Dictionary of Greek. 2013.